Δοκίμαζε, συνέχιζε τα γυμνάσματά σου. / Κοίτα που κ' η θάλασσα ανακατεύει συνεχώς / ουρανό και φύκια / πασχίζοντας να βρει το σωστό της χρώμα. [Άρης Αλεξάνδρου]
Η γλώσσα των πουλιών δεν χάνεται Όσο υπάρχει ουρανός Ο ουρανός δεν χάνεται Όσο δέχεται θυμιάματα Τα θυμιάματα δεν σταματούν Όσο υπάρχουν άνθρωποι Οι άνθρωποι δεν χάνονται Όσο υποφέρουν Άρα, τη γλώσσα των πουλιών την ακούνε μόνο όσοι υποφέρουν -- ίσως νιώθουν πιο κοντά τους τον ουρανό.
Μίλησέ μου με σύννεφα Μίλησέ μου με ήλιο Φύγε τρέξε κύλα λάμψε αφέσου στον αέρα Ξήλωσε τον χρόνο από τα μαλλιά μου Και κάνε τον ανάσα που δεν θα στερέψει Βγάλε πέταλα κίτρινα, μαβιά και ιώδη Μέθυσε τα παιδιά σου πριν τα γεννήσεις Φύγε και γύρνα και ξαναφύγε Διάβασε αργά και συλλαβιστά τη ζωή μου –να κάνει αντίλαλο– Και άσε με να σε ζωγραφίσω Στον άρτο τον επιούσιο
Λυπάμαι που δεν μπορώ να φιλήσω όπως θα ήθελα τα μάτια σου. Αν ήταν βέβαια κατασκευασμένα να δέχονται φιλιά κανονικά όπως το στόμα το πηγούνι ο λαιμός θα μπορούσα να τα φιλήσω και να ξεδιψάσω αντλώντας τη γυαλάδα της επιφάνειας και το γάργαρο του βάθους. Όμως δυστυχώς κάθε πρωί ξυπνάω με την ίδια απορία: τι γεύση να έχει η αλήθεια όταν τη φιλάς κατάματα;
«Πώς είν' η ζωή σου;» ρωτούν «Δύσκολη» θα πουν ή θα σηκώσουν μόνο αδιάφορα τους ώμους Ενώ θα έπρεπε να λένε διάφανη Με ό,τι αυτό συνεπάγεται Διάφανη– Και βλέπεις γύρω γύρω