Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Κοινωνικός ευπρεπισμός

Φωτογραφία: Ομάδα "Εν δυνάμει"



Τι ωραίο φόρεμα μου βάλατε!

Αλήθεια, πανέμορφο.

Τόσο αταίριαστο με μένα.

Προσπαθείτε να με ευπρεπίσετε εσείς

για να μη σας ξεπλύνω εγώ.

Τώρα εγώ θα δείχνω «καθώς πρέπει».

Κι εσείς, όταν θα σας ρωτάνε γιατί κλαίτε, θα το αρνείστε

λέγοντας πως φταίει η σαπουνάδα.  










 Από τη συνάντηση "Ποίησης Γυμνής" και "Εν δυνάμει"  στην έκθεση "Home: Το μικρό μικρό σπίτι" στο  Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης τον Φεβρουάριο  του 2015.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

{Μισοφέγγαρο}

Με γοητεύει το μισοφέγγαρο
Όμως όλοι μου λένε ότι
Μοιάζω με πανσέληνο
Λατρεύουν το φως μου
Και με χρησιμοποιούν
Για τα υποβλητικά σκηνικά τους
Με χρησιμοποιούν
Και με καταδικάζουν
Στο ρόλο του θεατή
Και το ανέχομαι.
Γιατί κατά βάθος ξέρω
Ότι είμαι μισοφέγγαρο
Και ξεσπώ σε δυνατά γέλια

Για την ολιγάρκεια των ανθρώπων


Πέρα από τη σκάλα

Μου μίλησες για μια σκάλα
που σου ήταν δύσκολο ν’ ανέβεις
και που εγώ σε εμπόδιζα ακόμα περισσότερο,
γιατί δεν καταλάβαινα τη δυσκολία σου,
άρχισα να κατεβαίνω χωρίς να καταλαβαίνω
ότι κατέβαινα αλλά νομίζοντας ότι ανέβαινα
προς το μέρος σου, σου έκλεινα το δρόμο, είπες,
δεν έβρισκες σχεδόν αέρα ν’ αναπνεύσεις, δώσ’ μου το
χέρι σου, φώναζα, και το αρνιόσουν
και το πήρα έτσι άδειο και, μην έχοντας τι να το κάνω,
αυτοτυφλώθηκα, έπεσα από τη σκάλα στο κενό
ρίχνοντας και σένα μαζί μου, προς την πλευρά σου ή
τη δική μου, αδιάφορο, η σκάλα δεν ήταν σκάλα,
αφού και οι δυο άκρες της οδηγούσαν στο
θάνατο· υπήρχαμε για να κινούμαστε
ο ένας προς τον άλλον, όχι για να φτάσουμε.


Δώσε μου το χέρι σου.




ΓΙΑΤΙ Η Σ. ΔΕ ΦΟΒΑΤΑΙ


Η Σ. φοβάται ότι οι εφιάλτες και τα θρίλερ
υπάρχουν στην πραγματικότητα.
Η Σ. πάντα λυπάται για τη δυστυχία,
αλλά δεν αντέχει τη μεταμφίεση.

Η Σ. αντικρίζει έναν άνθρωπο
ντυμένο ως γνωστό παιδικό ήρωα
να ζητά λεφτά από τα σταματημένα αυτοκίνητα στα φανάρια.

Η Σ. νιώθει ευτυχισμένη που δεν είναι ακόμα παιδί.
Το βράδυ που θα γυρίσει στο σπίτι,
θα κάνει ύπνο ελαφρύ, μιας και ξέρει πια
ότι δεν κινδυνεύει από τους εφιάλτες –
υπάρχουν στην πραγματικότητα
ήρωες όμοιοι με καρναβάλια που ζητιανεύουν.


Η Σ. δε φοβάται.



Η ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΤΗΣ Ρ.


Η Ρ. έχει μια κόρη που συστρέφεται.
Η Ρ. μαλώνει την κόρη της, επειδή καμπουριάζει.
«Ίσιωσε, παιδί μου…»
«Τον κόσμο, μαμά; Δεν μπορώ!»
Η Ρ. δεν καταλαβαίνει ότι η κόρη της είναι εγωκεντρική.
Ανησυχεί για τη σπονδυλική της στήλη.

(Πρόκειται για μία από τις λίγες περιπτώσεις, στις οποίες,
αντί να βλέπει η μάνα το παιδί της ως το κέντρο του κόσμου,
βλέπει το ίδιο το παιδί έτσι τον εαυτό του.)


Δόλος ερωτικός


Απόψε θα σε εξαπατήσω
Θα κάνω πως κοιμάμαι
Δημιουργώντας καμπύλες
Κοίλες και αφύλακτες
για να μπορούν να δεχτούν
τα φιλιά σου.


Ρίμα σατιρική

Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνῳ πεπληγμένος
Ευρ. Μηδ. 1387


Πλοίο της αλληγορίας,
σε λένε Αργώ
ή βαπόρι τρελό∙

συντρίμμια σου πέφτουν
σε κεφάλι στραβο
μα –φευ! – ελληνικό.

«Κατάρα της Μήδειας.
Δε γνωρίζω εγώ
κι υποφέρω ενώ

προσκυνάω το χρήμα.
Είναι τόσο κακό
το καλό ν’ αγνοώ;»

Πλοίο της αλληγορίας,
σε λένε Αργώ
ή βαπόρι τρελό∙

τα συντρίμμια βοηθούν
εμάς –σε ρωτώ–
ν’ αποφύγουμε κακό ριζικό;

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΦΗΝΟΥΝΕ ΧΝΑΡΙΑ;

Χέρια
Νιώθω
Να με κουβαλάνε
Στην αγκαλιά
Δεν είναι κακό
Να νιώθεις ανήμπορος

Δεν είναι κακό
Να νιώθεις ανήμπορος
Επαναλαμβάνω
Μα ψάχνω με το βλέμμα
Στο έδαφος
Να βρω τα χνάρια της πατούσας
Αυτού που με κρατάει
Δεν είναι κακό
Να νιώθεις ανήμπορος

Είναι
Φωνάζω
Δε βλέπω χνάρια
Κι έχω ακούσει για αγκαλιές που πνίγουν
Φοβάμαι τα χέρια
Όταν δεν ξέρω ποιανού είναι
Φοβάμαι
Δεν είναι κακό να
Μην το λες
Δεν είναι κακό
Πάψε
Χέρια
Νιώθω
Να με κουβαλάνε
Στην αγκαλιά
Νιώθεις ανήμπορος
Ψάξε για χνάρια


Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΗΣ Γ.


Η Γ. συνειδητοποιεί ότι μεγάλωσε
από τον σκοπό για τον οποίο
χρησιμοποιεί τις κούπες της.
Κάποτε η Γ. διάλεγε την ωραιότερη κούπα
για να πιει το γάλα της.
Τώρα η Γ. διαλέγει την ωραιότερη κούπα
για να πιει τον καφέ της.
«Κοίτα πώς μεγάλωσα», λέει στη μητέρα της.
Η μητέρα τη συμπονά, γιατί ξέρει πόσο
πονάει η μεταβολή των χρωμάτων.
Η Γ. δε φαίνεται ακόμα να ανησυχεί.
Το άσπρο-μαύρο, πιστεύει, είναι μια διάκριση
που κάνουν όσοι ξέμειναν
από ωραίες κούπες.


Τι είπε η βροντή

When I count, there are only you and I together
[…]
–But who is that on the other side of you?
T.S. Eliot, Waste Land

Όταν λείπεις, αστράφτω
Όταν σε βλέπω, βρέχεις

Τι είμαστε;


(Αστραπές δε φοβάται)
Γιατί;


Όταν σε βλέπω
Τι είμαστε;


(Είναι σύννεφο)
Γιατί;


Αστραπές δε φοβάσαι
Όταν λείπεις;

Τι είμαστε;


Είσαι
       
       Σύννεφο

                   Βρέχεις


Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΑΜΙ


Η βροχή
Νυστάζει --
Δεν νανουρίζει

Καμία αγάπη
Δεν βρέχει --
Δακρύζει


Τι μου έμαθε ο Kierkegaard για σένα


πάντα είσαι
με αποτέλεσμα να μην είσαι
γι' αυτό μου είναι τόσο επίπονο
όταν πράγματι είσαι


Οι κόμποι

Έχω τέσσερις κόμπους στα μαλλιά μου:
Άδειο(ς)
Αύγουστος
Ξημέρωμα
Σπίτι


(Εσύ)

Ένα πρόσωπο στις λέξεις
Είναι
Όπως μια χτένα στα μαλλιά:
βοηθά στη διευθέτηση μιας κομπιασμένης πραγματικότητας.

Ξημέρωμα Ξημέρωμα Ξημέρωμα


Ο Β. ΠΕΡΠΑΤΑΕΙ ΣΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ





Όταν ο Β. περπατάει στο πεζοδρόμιο,

προσπαθεί να μην πατάει τις διαχωριστικές γραμμές

ανάμεσα στα πλακάκια.

Σήμερα διαπίστωσε πως δεν μπορούσε πια να βαδίζει έτσι.

Άλλαξε βήμα, έκανε διαφορετικές παρακάμψεις.



Στο πεζοδρόμιο υπάρχουν νερά.

Και έχουν χρώμα κόκκινο.

Ο Β. κάνει –όπως πάντα– πολλές σκέψεις.

«Κολυμπάει στο αίμα…»

«Και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ…»

«Το αίμα νερό δεν γίνεται…»

Ο Β. δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει

την έννοια της θυσίας.

Ο Β. προσπαθούσε πάντα να προσέχει

τις διαχωριστικές γραμμές.

Έτσι, μέσα στο νερό του πεζοδρομίου

δεν αναγνωρίζει το αίμα,

αλλά το χρώμα της εξουσίας.



Ο Β. θυμώνει με κάθε είδους εξουσία,

γιατί του κρύβει τις διαχωριστικές γραμμές.

Άλλοι απλώς τον κατηγορούν ότι

φοβάται το αίμα.


ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ Χ.





Το διαμέρισμά της είναι κάτω από τη γη

Δεν της αρέσει

Έχει θόρυβο, μυρωδιές και ελάχιστο φως

Και κάγκελα που την προστατεύουν και την εμποδίζουν

Το ευτύχημα είναι ότι έχει πολλές γλάστρες με λουλούδια

(γαντζωμένες από τα ψηλά κάγκελα του "μπαλκονιού" της)

Και αναγκάζεται καθημερινά να τεντώνεται

Στις μύτες των ποδιών για να φτάσει να τα ποτίσει



Πέτρινα χρόνια



Πώς μπορούμε να ανάψουμε πάλι φωτιά
αν όχι από το τίποτα
αν όχι από τη στάχτη
αν όχι από τα δάκρυα;

Θα πάρουμε δυο καρδιές και θα τις τρίψουμε.